Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίλημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίλημα το [mílima] Ο49 : 1. άρθρωση λέξεων με κανονική φωνή. 2. (οικ.) α. συμβουλή, νουθεσία: Δεν παίρνει από ~. β. μεσολάβηση για διεκπεραίωση υπόθεσης, για εξυπηρέτηση κτλ.: Δικαστής που δε σηκώνει ~.

[μιλη- (μιλώ) -μα (πρβ. αρχ. ὁμίλημα `συναναστροφή΄, σύγκρ. μιλώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες