Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήδεν
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδέν [miδén] αριθμτ. επίθ. απόλ. γεν. μηδενός (χωρίς πληθ.) : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από μηδέν (0) μονάδες, που δηλώνει την πλήρη έλλειψη ποσότητας ή μεγέθους: Aν από κάθε αριθμό αφαιρέσουμε τον εαυτό του, το υπόλοιπο είναι ~. Γίνεται κτ. ~, μηδενίζεται. (έκφρ.) ώρα ~, για την πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή. β. μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Ως επιστήμονας είναι καλός, ως άνθρωπος όμως είναι ~. Tα χρήματα αυτά είναι ~ μπροστά σε εκείνα που υπολόγιζα να πάρω. 2. (ως ουσ.) το μηδέν: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Mέγεθος / ποσότητα που τείνει προς το ~. ΦΡ ~ εις το πηλίκον*. β. ο αριθμός μηδέν ως βάση ή αρχή σε μετρικές κλίμακες: Θερμοκρασία δέκα βαθμών κελσίου πάνω από / κάτω από / υπό το ~. Aπόλυτο ~, για θερμοκρασία -273 βαθμών. Γεωγραφικό πλάτος ~, που συμπίπτει με τον ισημερινό. Γεωγραφικό μήκος ~, που συμπίπτει με τον πρώτο μεσημβρινό. γ. το κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Στο λύκειο η βαθμολογία αρχίζει από το ~ κι έχει ως άριστα το είκοσι. Στα μαθηματικά πήρε ~. δ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Aρχίζω κτ. από το ~, τελείως από την αρχή και χωρίς να έχω τίποτα σχετικό. || (φιλοσ.): Aπόλυτο ~, έλλειψη του δυνατού και του πραγματικού είναι. Σχετικό ~, έλλειψη μόνο του πραγματικού είναι.

[λόγ.: 2δ: αρχ. μηδέν `κανένα, τίποτε΄ (ουδ. του μηδείς `κανένας΄)· 1, 2α, β, γ: & σημδ. γαλλ. nul(le), zéro (αραβ. sifr)]

[Λεξικό Κριαρά]
μήδεν, σύνδ.,
βλ. μηδέ (I).
[Λεξικό Κριαρά]
μηδέν, μόρ.· μεν· μηδέ· μήδεν· μουδέν.
  • 1)
    • α) Παραίνεση, νουθεσία (για να μη γίνεται κ.):
      • (Προδρ. IV 48
      • Μηδέν πρικαίνεστε λοιπό, μ’ αποκαρδιάς χαρείτε (Πανώρ. Δ́ 359
      • (με προηγ. το να):
        • είτι πουν …, να μεν τους πιστεύγουν (Μαχ. 2433
    • β) παράκληση:
      • Θεέ μου, … μηδέν με διώξεις από το πρόσωπόν σου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 89r).
  • 2)
    • α) Απευχή:
      • Μηδέν τ’ ορίσει γείς θεός ποτέ, … τόσο κακό να δούσινε τα μάτια τα δικά μου (Ερωφ. Β́ 163
      • (σε επιφ. φρ.):
        • κακόν, οπού μεν το δώσει ο Θεός (Μαχ. 25420
    • β) (με οριστ. ιστ. χρόνου για δήλ. επιθυμίας απραγματοποίητης):
      • Να βρέθηκα μιτά της … και μεν μας εθωρούσαν παρά τ’ άστρα (Κυπρ. ερωτ. 10632).
  • 3) Σκοπός (= για να μη):
    • λέγω σου να υπάμεν … ότι μηδέ μας νοήσουσιν (Διγ. Esc. 892).
  • 4) Ενδοιασμός (= μήπως):
    • φοβούμεθα μηδέν έλθουν οι εχθροί (Μαχ. 52629
    • (με προηγ. το να):
      • ουδέ φοβούνται, να μηδέν τας εγροικήσουν (Συναξ. γυν. 785).
  • 5)
    • α) Βουλητικό (σε πλάγιο λόγο):
      • παρακαλώ τα κάλλη σου μηδέν με βασανίζουν (Ερωτοπ. 116
    • β) (με παράλ. της κύριας πρότασης για δήλ. έντονης άρν.):
      • μεν σ’ αρνηθώ ποτές (Κυπρ. ερωτ. 1136).
  • 6) Ειδικό (= να μη, ότι δεν):
    • Πιστεύγω μεν εθρέφτην ποτέ 'ς δάσος αλύπητο χτηνόν (Κυπρ. ερωτ. 10619).
  • 7)
    • α) Άρν. σε εξαρτημένη πρόταση:
      • (Προδρ. IV 392), (Αχιλλ. L 195
      • να κάμεις να μηδέ σφαγώ (Πανώρ. Β́ 557· Γ́ 542
    • β) απλό αποφατικό (= δεν) σε υποθ. πρόταση που εισάγεται με το να:
      • Αν έχω την απομονή και να μηδέν οκνέψω, … (Ερωτόκρ. Β́ 479).
  • 8) Άρν. σε ευθεία ερώτηση:
    • Τίναν να μηδέν νικήσει (ενν. το δεισ σου); (Κυπρ. ερωτ. 1235).
  • 9) Ευθεία ερώτηση:
    • το σιτάριν τό 'χεν μεν είχεν το πουλήσειν … να κερδέσει; (Μαχ. 42829).

[ουδ. της αντων. μηδείς ως αρνητ. μόρ. Ο τ. μεν καθώς και τ. με σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μηδένας, αντων.,
βλ. μηδείς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενίζω [miδenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για μέγεθος ή ποσότητα) μειώνω έτσι ώστε να γίνει ίσο με το μηδέν: Mειώνουμε συνεχώς τη θερμοκρασία, ωσότου αυτή μηδενιστεί. || (επέκτ.) μειώνω πολύ: Mέσα επικοινωνίας που μηδενίζουν το χρόνο / τις αποστάσεις. β. (για μετρητή) κάνω να δείχνει μηδέν: Mηδένισε το κοντέρ και άρχισε από την αρχή το μέτρημα των χιλιομέτρων. 2α. βαθμολογώ με μηδέν: ~ το γραπτό κάποιου. Ο μαθητής που πιάνεται να αντιγράφει μηδενίζεται. β. θεωρώ και αντιμετωπίζω κτ. ως τελείως ασήμαντο: Οι αληθινοί επαναστάτες δε μηδενίζουν τη λαϊκή παράδοση.

[λόγ.: 2: μηδέν -ίζω· 1: σημδ. γαλλ. réduire à zéro]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενικός -ή -ό [miδenikós] Ε1 : 1. που είναι μηδέν ή που αντιστοιχεί σε αυτό: Mηδενική βάση / κίνηση. Mηδενική δύναμη αριθμού, όταν αυτός έχει ως εκθέτη το μηδέν. || Οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν από μηδενική βάση, από την αρχή, χωρίς τίποτε να θεωρείται δεδομένο, αποφασισμένο. 2. (ως ουσ.) το μηδενικό: α. το μηδέν ως σύμβολο, με το οποίο παριστάνεται ο αριθμός αυτός: Ο αριθμός πεντακόσια γράφεται με ένα πέντε και δύο μηδενικά δεξιά του. β. κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες: Πήρε μηδενικό στα μαθηματικά. γ. πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία: Έκανες ένα μεγάλο μηδενικό, δεν έκανες απολύτως τίποτα. || (για πρόσ.) μηδαμινός, όχι αξιόλογος: Aισθάνθηκα ένα μηδενικό ύστερα από την απαίσια συμπεριφορά του.

[λόγ. μηδέν -ικός απόδ. γαλλ. nul, zéro]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενικούρα η [miδenikúra] Ο25α : (οικ.) μηδενικό (στις σημ. 2β, 2γ).

[μηδενικ(ό) -ούρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενισμός 1 ο [miδenizmós] Ο17 : φιλοσοφική αντίληψη που αρνείται κάθε θεωρητική ή πρακτική αξία: Hθικός / γνωσιολογικός / πολιτικός ~.

[λόγ. μηδέν -ισμός μτφρδ. γαλλ. nihilisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενισμός 2 ο : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μηδενίζω.

[λόγ. μηδενισ- (μηδενίζω) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδενιστής ο [miδenistís] Ο7 θηλ. μηδενίστρια [miδenístria] Ο27 : οπαδός του μηδενισμού 1.

[λόγ. μηδέν -ιστής μτφρδ. γαλλ. nihiliste· λόγ. μηδενισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες