Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτζο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μέτζο το· μέζον.
  • Το μέσο, η μέση·
    • έκφρ. εις εκείνον το μέζον = εντωμεταξύ:
      • (Κυπρ. χφ. 159).

[<ιταλ. mezzo· ο τ. <βεν. mezo]

[Λεξικό Κριαρά]
μέτζος, επίθ.
  • Μεσαίος· (πιθ.) μεσαίας ποιότητας:
    • μέτζο σκότο μπράτσα 13 (Σεβήρ., Σημειώμ. 50α).

[<ιταλ. mezzo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετζοσοπράνο η [medzosopráno] Ο (άκλ.) : η μεσόφωνος.

[ιταλ. mezzo soprano]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες