Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλλαγή η [metalají] Ο29 : 1. μεταβολή, μετατροπή ενός πράγματος σε κτ. άλλο: Οι εγχειρήσεις στον εγκέφαλο έχουν ως στόχο τη ~ της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Ψυχική ~. || (ηλεκτρολ.) ~ συχνότητας. 2. μετάλλαξη.
[λόγ. < αρχ. μεταλλαγή `ανταλλαγή΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. trans mutation]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταλλαγή η.
-
- 1) Μεταβολή, μεταστροφή:
- εκ το δύστυχον μεταλλαγήν ουκ έχω (Λόγ. παρηγ. L 104).
- 2) Ανταλλαγή, εναλλαγή:
- (Λόγ. παρηγ. O 346).
[αρχ. ουσ. μεταλλαγή. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Μεταβολή, μεταστροφή:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταλλάζω,
- βλ. μεταλλάσσω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλλάκτης ο [metaláktis] Ο10 : ονομασία συσκευών που προκαλούν μεταλλαγή και χρησιμοποιούνται στην ηλεκτρολογία ή στις τηλεπικοινωνίες: ~ τηλεφωνικού κέντρου. ~ πιέσεως / ροής.
[λόγ. μεταλλακ- (μεταλλάσσω) -της μτφρδ. αγγλ. transformer]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάλλαξη η [metálaksi] Ο33 : 1. (βιολ.) ξαφνική αλλαγή ιδιότητας του οργανισμού η οποία κατόπιν μεταβιβάζεται κληρονομικά. 2. μεταλλαγή.
[λόγ. < αρχ. μετάλλαξις `ανταλλαγή΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. transmu tation (-σις > -ση)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετάλλαξη η.
-
- Αλλαγή, μεταβολή:
- αναθυμήσου … άλλες πολλές μετάλλαξες … τές φέρνουν τα συβαινικά (Φαλιέρ., Ρίμ. 221).
[αρχ. ουσ. μετάλλαξις. Η λ. και σήμ. επιστημ.]
- Αλλαγή, μεταβολή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταλλάσσω [metaláso] -ομαι Ρ2.2 : προκαλώ μεταλλαγή.
[λόγ. < αρχ. μεταλλάσσω `αλλάζω, ανταλλάσσω΄ σημδ. γαλλ. transmu(t)er ή αγγλ. trans mute]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταλλάσσω· μεταλλάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω:
- (Ερωτόκρ. Ά 1271, 1732), (Ροδολ. Αφ. 62)·
- (προκ. για γνώμη, όνομα, κλπ.):
- συχνιά το ριζικό τη γνώμη μεταλλάσσει (Ερωτόκρ. Δ́ 1818).
- 2) Μεταμορφώνω:
- σε θεριά αγριότατα θενα τους μεταλλάξει (Τζάνε, Κατάν. 261).
- 3) Ανταλλάσσω:
- (Μ. Χρονογρ. 3732‑3).
- 4) Μετακινώ, περιφέρω:
- (Φυσιολ. (Zur.) XLIII 313).
- 5) Κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω:
- δεν μπορούν να τηνε μεταλλάξουν τον λογισμόν οπὄβαλεν … ν’ αλλάξουν (Ιμπ. (Legr.) 345).
- 1) Αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Μεταβάλλομαι:
- Όλα τα πλούτη κι οι αφεντιές εσβήνουν … και μεταλλάσσουν (Ερωτόκρ. Γ́ 906).
- 2) Αλλάζω θέση:
- οι Φράγκοι … μεταλλάξα με τάβλες και με χώματα κάτωθε στη Μαλάξα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4201).
- 1) Μεταβάλλομαι:
- Ά Μτβ.
- IΙ. Μέσ.
- 1)
- α) Μεταβάλλομαι, αλλάζω:
- Συχνιά όλα μεταλλάσσουνται και τα βαρά αλαφραίνου (Ερωτόκρ. Γ́ 1299)·
- β) (προκ. για όψη, μορφή) αλλάζω, «αλλοιώνομαι»:
- εμετελλάγην η όψη του, ήλθεν εις αηδίαν (Γεωργηλ., Βελ. Λ 462)·
- γ) αντιστρέφομαι:
- εμεταλλάχθηκε η τέρψις των πραγμάτων (Θησ. Ί [884]).
- α) Μεταβάλλομαι, αλλάζω:
- 2) Αλλάζω σύσταση, μετατρέπομαι σε κ.:
- το νερόν εις το βάπτισμα δεν μεταλλάζεται εις το αίμα του Χριστού (Χριστ. διδασκ. 268).
- 3) Εναλλάσσομαι:
- σηκώνουσινε το νεκρό … Εμεταλλάσσουντα συχνιά (Ερωτόκρ. Δ́ 1965).
- 1)
[αρχ. μεταλλάσσω. Ο τ. (Somav.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κυπρ. και λόγ.]
- I. Ενεργ.