Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέντα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέντα η [ménda] Ο25α : 1. ποώδες αρωματικό φυτό. 2. ποτό, καραμέλα ή μαστίχα αρωματισμένα με άρωμα μέντας.

[ιταλ. menta (λατ. menta) παλιά μεσογειακή λ. (πρβ. αρχ. μίνθη)]

[Λεξικό Κριαρά]
μέντα η.
  • 1) Σφάλμα, λάθος· δυστροπία:
    • μήπως … κάμει μέντα σαν το ζο εκ την αναπαψία (Φαλιέρ., Λόγ. 172 κριτ. υπ).
  • 2) Επισκευή:
    • η μέντα του πανίου (Καραβ. 49511).

[<βεν. menda]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μενταγιόν το [mendajón] Ο (άκλ.) : κόσμημα που συνήθ. το κρεμούν στο λαιμό με αλυσίδα και αποτελείται: α. από μικρή μεταλλική πλάκα με ανάγλυφη ή χαραγμένη παράσταση: Xρυσό ~ σε σχήμα καρδιάς. β. από θή κη μέσα στην οποία φυλάγεται κτ.: Tης χάρισε ένα ~ με τη φωτογραφία του.

[λόγ. < γαλλ. medaillon]

[Λεξικό Κριαρά]
μεντάλια η· μενδάλια.
  • Νόμισμα·
    • έκφρ. το εναντίον της μενδαλίας = η αντίθετη όψη του νομίσματος·
    • (μεταφ.) το εντελώς αντίθετο:
      • (Μπερτολδίνος 105).

[<ιταλ. medaglia. Πβ. σημερ. μετάλλιο. Τ. μετά(λ)ια και πεντάια στο Somav. και μεντάγια (<βεν. medagia) σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες