Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μένεα τα [ménea] Ο : (λόγ.) μόνο στη ΦΡ πνέω ~, είμαι πολύ οργισμένος.
[λόγ. < αρχ. πληθ. του μένος στη φρ. μένεα πνείοντες (= πνέοντες) `ξεφυσώντας τη λύσσα για μάχη΄]