Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέμψις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μέμψις ‑ψη η· μέψη.
  • 1) Μομφή, κατηγορία, ψόγος:
    • (Αχέλ. 153), (Βίος Αλ. 2724).
  • 2) Ντροπή, όνειδος:
    • να κόψουν τες ουράδες τους (ενν. οι αλεπούδες), να λείψ’ αυτή η μέμψη, ότ’ είναι μέλος άσχημον (Αιτωλ., Μύθ. 74).
  • 3)
    • α) Ελάττωμα, κουσούρι:
      • ο τσουκαλάς … κάμνει αγγεία εύμορφα … και δεν ευρίσκεται κανείς και μέμψιν να του θέσει (Γεωργηλ., Θαν. 247
    • β) ψεγάδι (προσώπου):
      • τες τόσες ομορφιές το πρόσωπό σου ήθελεν δίχως μέψην συγκεράσει (Κυπρ. ερωτ. 8614).

[αρχ. ουσ. μέμψις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες