Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μέμφομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέμφομαι [mémfome] Ρ αόρ. μέμφθηκα, απαρέμφ. μεμφθεί : διατυπώνω, κάνω μομφή για κπ. ή για κτ.: Mε μέμφεσαι όμως δεν έχεις ακούσει ακόμη τι θα σου πω!

[λόγ. < αρχ. μέμφομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
μέμφομαι· μέφομαι· ενεργ. μέμφω· μέφω.
  • Ά Μτβ. (Μέσ. και ενεργ.)
    • 1)
      • α) Ψέγω, κατηγορώ:
        • (Χρον. Μορ. H 760
        • μη μέμψεις άνθρωπον τινά (Σπαν. (Μαυρ.) P 283
        • (με σύστ. αντικ.):
          • (Πουλολ. 20
        • (με γεν.):
          • να μέμψει … της λωλής του κεφάλης (Γεωργηλ., Θαν. 437
      • β) κακολογώ, κατακρίνω:
        • εγώ σφάλμα ουκ έποικα και τις να με έχει μέψει (Χρον. Μορ. H 3884).
    • 2) Επιπλήττω:
      • μέψεταί με ο ηγούμενος και πάρουν το κρασίν μου (Προδρ. IV 248-40 χφφ PK κριτ. υπ).
  • Β́ Αμτβ. (Μέσ.)
    • 1) Κατηγορούμαι, (αυτο)ελέγχομαι:
      • μόνος μου εμεφόμην (Λίβ. Esc. 2123).
    • 2) Δυσανασχετώ, παραπονούμαι:
      • τον αποδέχθηκαν μετά χαράς στην κούρτην και ουκ εμέμφθηκαν ποσώς απέ το έσοντάς του (Θησ. Δ́ [496]).

[αρχ. μέμφομαι. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go