Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλισμα το.
-
- Κομμάτι:
- το κριάρι να μελίσεις εις τα μελίσματά του (Πεντ. Έξ. XXIX 17).
[<αόρ. του μελίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κομμάτι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του μελίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |