Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μέλισμα το.
  • Κομμάτι:
    • το κριάρι να μελίσεις εις τα μελίσματά του (Πεντ. Έξ. XXIX 17).

[<αόρ. του μελίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες