Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάτσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μάτσιν το.
  • Είδος σούπας από ζυμαρικά:
    • (Σπανός B 30).

[<τουρκ. tutmaç· κατά Καραποτόσογλου 2000: 105-6 <τουρκ. o#10maç/omaç. Η λ. και τ. ‑ι σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., κ.α.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες