Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάτσα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
μάτσα η.
  • Ρόπαλο:
    • η μάτσα εις την κεφαλήν τους πελλούς (Ξόμπλιν φ. 135r).

[<ιταλ. mazza. Η λ. στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 50, Χατζ., Λεξ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ματσακάνα η.
  • Μεγάλο χαλίκι, πέτρα μέσου μεγέθους με ακανόνιστο σχήμα:
    • έκτισάν το (ενν. το τειχόκαστρον) με πηλόν και ματσακάνες (Μαχ. 36227).

[<διαλεκτ. ιταλ. mazzacane. Λ. ματζακάνος ο ιδιωμ. (Χυτήρης). Η λ. και τ. ‑γκά‑ σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ματσάκι το.
  • Μικρή δέσμη:
    • ένα αλυσίδι ματσάκι (Διαθ. 17. αι. 796).

[<ουσ. μάτσο + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματσαράγκα η [matsaráŋga] Ο25α & ματσαραγκιά η [matsaraná] Ο24 : (λαϊκ.) απάτη, δόλος: Bγήκαν στη φόρα οι ματσαράγκες του.

[ιταλ. mazzaranga, mazzeranga `κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών, πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας΄· ματσαράγκ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες