Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάτιν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ματίνες οι· μαντίνες.
  • (Εκκλ.) η ακολουθία του όρθρου:
    • ο σιρ Φιλιππές επήγεν εις τες ματίνες εις την Αγίαν Σοφίαν (Μαχ. 56628).

[<γαλλ. matines]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες