Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάταια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μάταια, επίρρ.
  • Μάταια, ανώφελα:
    • μάταια θησαύριζες, όλα εδώ τ' αφήνεις (Αλφ. (Mor.) IV 92).

[<επίθ. μάταιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ματαιάζω.
  • Λέω ή ζητώ κ. μάταια:
    • να τριγυρίζεις, να ζητείς, «δότε» να ματαιάζεις (Ριμ. Βελ. ρ 930).

[μτγν. ματαιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go