Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάστορος ο,
- βλ. μάστορας.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαστοροσύνη η.
-
- (Ως τιμητική προσηγορία για βασιλιά) μεγαλειότητα:
- Ας ειπεί μόνε η Μαστοροσύνη Του … (Μπερτολδίνος 124).
[<ουσ. μάστορας + κατάλ. ‑οσύνη, μετάφρ. του ιταλ. maestranza (Croce 121)]
- (Ως τιμητική προσηγορία για βασιλιά) μεγαλειότητα:



