Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάσκαρα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάσκαρα η [máskara] & μάσκαρα το [máskara] Ο (άκλ.) : παχύρρευστο υγρό που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό για το βάψιμο των βλεφαρίδων: Mαύρο / μπλε / καφέ ~.

[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαραλίκι το [maskaralíki] Ο44α : ανεπίτρεπτη πράξη ή συμπεριφορά που συνήθ. συνοδεύεται και από γελοιότητα: Πρέπει να ντρέπεσαι για τα μασκαραλίκια σου.

[τουρκ. maskaralιk ]

[Λεξικό Κριαρά]
μασκαράς ο· μασχαράς· μοσχαράς.
  • α) Προσωπιδοφόρος (σε καρναβάλι):
    • να μασε περιπαίζουσι ωσάν τους μασκαράδες (Μαρκάδ. 454
  • β) γελωτοποιός:
    • Παιγνίδια είχουν 'ρίφνητα και μοσχαράδες τόσους (Θησ. Ζ́ [1053]).

[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. scara + κατάλ. ‑άς, αν όχι <βεν. imascarà «μασκαρεμένος»· πβ. και τουρκ. maskara - mashara. Ο τ. μασχ‑, καθώς και τ. μοσκ‑, στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράς 1 ο [maskarás] Ο1 : αυτός που μεταμφιέζεται για να πάρει μέρος σε εορταστική εκδήλωση κατά την περίοδο της αποκριάς· καρναβάλι2: Nτύνομαι / γίνομαι ~.

[παλ. ιταλ. ή βεν. mascara (δες μάσκαρα) με τονική επίδρ. της λ. μασκαράς 2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράς 2 ο : 1. (μειωτ.) αυτός που κάνει μασκαραλίκια: Tης υποσχέθηκε γάμο ο ~, ενώ ήταν παντρεμένος. 2. για δήλωση θαυμασμού ή συμπάθειας για κπ.: Bρε το μασκαρά· τα κατάφερε. μασκαρατζίκος ο YΠΟKΟΡ.

[τουρ. maskara < αραβ. mashara· μασκαρ(άς) -ατζίκος κατά το φουκαρατζίκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκαράτα η [maskaráta] Ο25α : ομάδα ή πομπή από μασκαράδες 1.

[παλ. ιταλ. mascarata]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες