Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάρμαρον το· μάρμαρο.
-
- 1) Είδος πετρώματος, το μάρμαρο:
- μάρμαρον ήτο πράσινον και ην λελατομημένον (Λίβ. P 2729).
- 2) Μαρμάρινο άγαλμα:
- (Χρον. Τόκκων 3357)·
- μάρμαρον αντίς αυτόν εστέσαν να θυμούνται (Ριμ. Απολλων. [258]).
- 3) Προκ. για ταφόπλακα:
- πάρε μάρμαρο και τ' όνομά μου γράψε (Ch. pop. 421).
- Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
- (Πανάρ. 769).
[μτγν. ουσ. μάρμαρον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Είδος πετρώματος, το μάρμαρο:



