Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάρκος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μάρκος ο.
— Βλ. και μάρκον.
  • 1) Μονάδα βάρους για χρυσάφι ή ασήμι, ίση με 8 ουγγιές:
    • έναν ποτήριν αργυρόν … βάρος ή μάρκους (Μαχ. 34614 χφ O κριτ. υπ).
  • 2) Νόμισμα χρυσό ή ασημένιο:
    • χαρίσματα … ων και τα πλέον μικρότερα χιλίων μάρκων αξιάζουν (Πόλ. Τρωάδ. 12605).

[<μεσν. λατ. marcus ή <γαλλ. marc. Η λ. στο Du Cange]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go