Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρκο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάρκο το [márko] Ο39 : η νομισματική μονάδα της Γερμανίας: Aνεβαίνει / πέφτει η τιμή του μάρκου. Kέρμα ενός μάρκου. Xαρτονόμισμα πέντε / δέκα / πενήντα / εκατό μάρκων. || η νομισματική μονάδα της Φινλανδίας: Φινλανδικό ~.

[ιταλ. marco (αρσ.) < γερμ. Mark (θηλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μάρκο(ν) το.
— Βλ. και μάρκος.
  • 1) Ποσότητα ασημιού ή χρυσού που ζυγίζει ένα μάρκο (βλ. ‑ος 1):
    • ένα μάρκον ασήμιν (Ασσίζ. 28829).
  • 2) Νόμισμα χρυσό ή ασημένιο· (γενικ.) χρήμα:
    • (αυτ. 8012
    • είς άνθρωπος … δανείζει ετέρου ανθρώπου μάρκα οπού χρήζει (αυτ. 10422).

[<γαλλ. marc. Η λ. (‑ο) και σήμ. (<γερμ. Mark)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκόνης ο [markónis] Ο11 : (ναυτ.) ο ασυρματιστής.

[αγγλ. marconi `στέλνω μήνυμα με τον ασύρματο΄ < ανθρωπων. Marconi (Ιταλός μηχανικός και εφευρέτης)]

[Λεξικό Κριαρά]
μάρκος ο.
— Βλ. και μάρκον.
  • 1) Μονάδα βάρους για χρυσάφι ή ασήμι, ίση με 8 ουγγιές:
    • έναν ποτήριν αργυρόν … βάρος ή μάρκους (Μαχ. 34614 χφ O κριτ. υπ).
  • 2) Νόμισμα χρυσό ή ασημένιο:
    • χαρίσματα … ων και τα πλέον μικρότερα χιλίων μάρκων αξιάζουν (Πόλ. Τρωάδ. 12605).

[<μεσν. λατ. marcus ή <γαλλ. marc. Η λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκούτσι το [markútsi] Ο44 : 1. ο σωλήνας του ναργιλέ από τον οποίο περνάει ο καπνός: Έβαλε το ~ στο στόμα του και τράβηξε μια ρουφηξιά. 2. (μτφ., οικ.) για κάθε μακρουλό αντικείμενο, ιδίως εξάρτημα: Δε θέλω μικρόφωνο· πάρε αυτό το ~ από μπροστά μου.

[τουρκ. marpuç (από τα περσ.), διαλεκτ. markuç ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες