Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάντος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μάντος ο.
  • (Ναυτ.) σκοινί με το οποίο συνδέονται η αντένα και τα πανιά του καραβιού:
    • μάντους του καταρτίου (Καραβ. 49329).

[αντιδ. <βεν. - παλαιότ. ιταλ. manto <ελλην. ιμάς (Kahane-Tietze 1958: 288). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες