Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάνταλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μάνταλα, άκλ.· μάντζαλα.
Εκφρ. άντζαλα μάνταλα σάνταλα· άντζαλα μάντζαλα σάντζαλα = βλ. άταλα 2:
  • (Σπανός A 225), (B 49 (έκδ. ‑ντσ‑)).

[λ. πλαστή, πιθ. <πάταλα με επίδρ. του ουσ. μάνταλος. Ο τ. και σήμ. προφ. στην έκφρ. τζάντζαλα μάντζαλα (ΛΚΝ, στο λ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανταλάκι το [mandaláki] Ο44α : μικρό αντικείμενο σε σχήμα λαβίδας, από ξύλο ή πλαστικό, με το οποίο συγκρατούν τα ρούχα, όταν τα απλώνουν για να στεγνώσουν. || (μτφ.): Πολύ μίλησες, βάλε επιτέλους ~, σταμάτα να μιλάς.

[μάνταλ(ο) υποκορ. -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες