Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάνλιχερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάνλιχερ το [mánlixer] Ο (άκλ.) : είδος παλαιού επαναληπτικού όπλου.

[λόγ. < γερμ. ανθρωπων. Mannlicher (όν. Aυστριακού κατασκευαστή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go