Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάνκο, επίρρ.· μάγκο.
-
- Ούτε καν:
- (Διήγ. ωραιότ. 732).
[<ιταλ. manco. Τ. μάγκου σήμ. ιδιωμ.]
- Ούτε καν:
[Λεξικό Κριαρά]
- μάνκος, επίθ.
-
- Αριστερός (εδώ σε τεχν. όρο της ξιφομαχίας):
- με φάλσο μάνκο σέρνω κι απού τη χέρα τα σπαθιά … τωνε παίρνω (Στάθ. Γ́ 41).
[<ιταλ. manco]
- Αριστερός (εδώ σε τεχν. όρο της ξιφομαχίας):



