Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάμπο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάμπο το [mámbo] Ο (άκλ.) : χορός της δεκαετίας του 1960 λατινοαμερικανικής προελεύσεως, καθώς και η αντίστοιχη μουσική.

[αγγλ. mambo < ισπαν. mambo]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go