Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάλλιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μάλλιος, επίρρ.· μάλλιο· μάλλιον.
  • α) Καλύτερα, σωστότερα (θα έλεγε κανείς):
    • δούλεψη πολλή, μάλλιος σκλαβιά κρυμμένη (Πανώρ. Β́ 565
    • το Χρύσιππο το φίλο μου, μάλλιος τον αδερφό μου (Στάθ. Ά 316
  • β) μάλλον, αντιθέτως:
    • για κακό δε σε ρωτά, μάλλιος ογιά καλό σου (Φορτουν. Δ́ 520· Πανώρ. Έ 34
  • γ) (επιτ.) επιπλέον, ακόμη και:
    • (Ερωφ. Ά 591
    • Η αγάπη μου στα χέρια σου, μάλλιος και το κορμί μου (Ch. pop. 358).

[<επίρρ. μάλλον κατά το κάλλιο ή <συμφ. ιταλ. meglio + κάλλιο. Τ. ‑ιου σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλλιοστάς, επίρρ.· μάλλιοστα· μάλλιοστας.
  • 1) Μάλλον· περισσότερο:
    • με την αΐδα μάλλιοστας την εδική μου (Φορτουν. Πρόλ. 69).
  • 2) Αντίθετα, απεναντίας:
    • δεν αλάφρωνε ο καημός, μάλλιοστας πλια πληθαίνει (Ερωτόκρ. Ά 843).

[<επίρρ. μάλλιος με παρέκταση· πβ. ανισωστάς, διχωστάς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες