Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάλλινος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάλλινος -η -ο [málinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μαλλί: Mάλλινο ύφασμα / ρούχο. Tου αγόρασα ένα ζεστό, μάλλινο πουλόβερ. Φοράει μάλλινη φανέλα για να μην κρυώνει. || (ως ουσ.) τα μάλλινα, ρούχα ειδικά για το χειμώνα: Έκανε τόσο κρύο που, ενώ ήταν Mάης, φορούσαμε ακόμη τα μάλλινα. Δεν έβγαλα ακόμη τα μάλλινα από την ντουλάπα.

[μσν. μάλλινος < μαλλ(ίν) -ινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go