Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάλαγμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
μάλαγμα το· μάλαγμαν· μάλαμα· μάλαμαν.
  • Ά Μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα:
    • Μάλαγμα. Σμύρναν … και αλόην … μίξας … επιτίθει (Ιερακοσ. 4909).
  • Β́
    • 1) Κράμα μετάλλων ή κατεργασμένο μέταλλο (χρυσάφι):
      • κοκκινόβαφη ζωστήρα συν μαλάγματος χρυσίου (Ερμον. Μ 129).
    • 2)
      • α) Χρυσάφι:
        • κομπία … από καθαρόν μάλαγμαν (Διγ. Άνδρ. 3476·)>
        • κιντηνάρια μάλαμα έως τα πεντακόσια (Αλεξ. 492
      • β) (συνεκδ.) θησαυρός:
        • το μάλαμαν του Δαρείου (Διήγ. Αλ. G 28230).

[μτγν. ουσ. μάλαγμα· στη σημασ. Β́ <συριακό lagmā (για τη σημασιολογική εξέλιξη, κ.ά. βλ. Καραποτόσογλου 1985: 146-57. Ο τ. ‑αμα στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑αμαν και σήμ. κυπρ. Η λ. και τ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλαγματένιος, επίθ.· μαλαγματένος· μαλαματένιος· μαλαματένος.
  • 1) Κατασκευασμένος από μάλαμα, χρυσός:
    • ξίφος … συν μαλαγματένῃ θήκῃ (Ερμον. Μ 126).
  • 2) (Ως προσφών.) πολύτιμος, ακριβός:
    • μαλαματένη μου (ενν. φουδούλα) (Ριμ. κόρ. 668).

[<ουσ. μάλαγμα + κατάλ. ‑ένιος. Ο τ. μαλαμ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μαλαματένος και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλαγμάτινος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από μάλαμα, χρυσός:
    • εγκόλπιον μαλαγμάτινον (Notizb. 9).

[<ουσ. μάλαγμα + κατάλ. ‑ινος]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλαγματώνω· μαλαματώνω.
  • Επιχρυσώνω· κάνω κ. χρυσό:
    • η κοιλία του (ενν. του ορνιθιού) είν’ μαλαματωμένη (Αιτωλ., Μύθ. 1354).

[<ουσ. μάλαγμα + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες