Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάινα [máina] : α. (ναυτ.) πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να υποσταλούν τα πανιά κτλ.: ~ το σκοινί / την αλυσίδα / τα πανιά. β. (λογοτ.) πρόσταγμα για να ακινητοποιηθεί κτ.: ~ τη βάρκα ν΄ ανεβώ.
[βεν. maina προστ. του ρ. mainar `μαϊνάρω΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαινάδα η [menáδa] Ο26 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. καθεμιά από τις κατώτερες γυναικείες θεότητες που συνόδευαν το θεό Διόνυσο: Σάτυροι, Σιληνοί και μαινάδες. β. για τις γυναίκες που, σε έξαλλη κατάσταση, συμμετείχαν σε γιορτή του θεού Διονύσου: Xορός των μαινάδων. 2. για γυναίκα που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. μαινάς, αιτ. -άδα (πρβ. μσν. μαινάδα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαινάδα η,
- βλ. μαινάς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊνάρισμα το [mainárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαϊνάρω.
[μαϊναρισ- (μαϊνάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαϊνάρω [maináro] Ρ6α : α. (ναυτ.) αφήνω κτ. ελεύθερο· χαλαρώνω, λασκάρω: ~ τα πανιά του πλοίου, τα μαζεύω. β. (λογοτ.) για κτ. που σταμα τά, που τελειώνει: Mαϊνάρισε η σφαγή / η φωτιά. || για κακοκαιρία κτλ., ηρεμώ, γαληνεύω: Mαϊνάρει η φουρτούνα / ο αέρας.
[βεν. mainar -ω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαϊνάρω.
-
- (Ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά:
- εμαϊνάρασι κι επιάσα τα κουπία (Βεντράμ., Φιλ. 324).
[<βεν. mainar. Η λ. στο Somav. II (λ. mainare) και σήμ.]
- (Ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαινάς η· μαινάδα.
-
- Πόρνη:
- έχει κράσιν … πολιτικής μαινάδος (Πτωχολ. α 692).
[αρχ. ουσ. μαινάς. Ο τ. και σήμ.]
- Πόρνη:



