Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθός ο [maθós] Ο : μόνο στην έκφραση ο παθός* ~.
[μτχ. αορ. μαθ(ών) του αρχ. ρ. μανθάνω μεταπλ. -ός (σύγκρ. γέρων > γέρος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάθος το.
-
- Μάθηση, γνώση:
- τα πάθη θέλουν γυρίσει με … μάθη (Φαλιέρ., Θρ. 400).
[αρχ. ουσ. μάθος. Η λ. και σήμ. κρητ. και ποντ.]
- Μάθηση, γνώση:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθός, επίρρ.,
- βλ. μαθώς.



