Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάθησις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μάθησις -ση η.
  • 1)
    • α) Επιστήμη, γνώση:
      • (Ερωτόκρ. Ά 25
    • β) μόρφωση, παιδεία:
      • (Λίμπον. Επίλ. 14), (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 430
    • γ) σοφία:
      • μάθηση η φύσις έχει (Ερωτόκρ. Ά 2198
    • δ) φρ. ποιώ μάθησιν = επινοώ, μηχανεύομαι:
      • (Λίβ. P 2009).
  • 2) Πείρα:
    • Μ’ όλον οπού … μάθηση δεν έχου, τό κάνει χρεία … κατέχου (Ερωτόκρ. Ά 2211).
  • 3) Διδασκαλία, μάθημα:
    • με πόνου γαρ και μόχθου … υπομένει τας μαθήσεις (ενν. το παιδί) (Ερμον. Ω 302).
  • 4) Ικανότητα, επιδεξιότητα:
    • να πολεμήσω … διά να εγνωρίσεις καθαροτέραν την μάθησιν οπού έχω εις τον πόλεμον (Διγ. Άνδρ. 39334
    • χίλιοι ζγουράφοι να βρεθού, … τη 'στόρησή σου ως τηνε δου, χάνεται η μάθησή τως (Ερωτόκρ. Γ́ 1427).

[αρχ. ουσ. μάθησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες