Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάζωξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάζωξη η [mázoksi] Ο33 : (λογοτ., λαϊκότρ.) συγκέντρωση, συνάθροιση προσώπων: Έχουμε ~ απόψε. || οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι: Όλη η ~ έσκασε στα γέλια με το χωρατό.

[μσν. μάζωξις < μαζωκ- (μαζώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες