Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάζωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάζωμα το [mázoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) μάζεμα.

[μσν. μάζωμα < μαζώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
μάζωμα το· μάζωγμα.
  • 1)
    • α) Συνάθροιση, συγκέντρωση, συναγωγή:
      • θωρείς το μάζωμα ετούτο το μεγάλο (Ερωτόκρ. Β́ 927
      • ο Θεός … το μάζωγμα των νερών έκραξεν θάλασσες (Πεντ. Γέν. I 10
    • β) συλλογή:
      • να κάμω μίαν συλλογήν ή μάζωμα των σοφών και εναρέτων ανθρώπων (Ροδινός 161
    • γ) περισυλλογή· (εδώ ως σύστ. αντικ.):
      • να μαζώξουν μάζωμα για άχερο (Πεντ. Έξ. V 12).
  • 2) Πλήθος:
    • μάζωμα εθνών (Πεντ. Γέν. XVII 5).
  • 3) (Σε θέση πρόθ.) μαζί με:
    • ο Αβιμελέκ επήγεν προς αυτόν … και μάζωμα της συντροφιάς του (Πεντ. Γέν. XXVI 26).

[<μαζώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες