Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάζεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάζεμα το [mázema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαζεύω: Tα ρούχα θέλουν ~, γιατί θα βρέξει. || συγκομιδή: Tο ~ της ελιάς. || κόντεμα: H φούστα είναι μακριά· θέλει ~. || στένεμα: Tο παντελόνι θέλει ~.

[μαζεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go