Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάγκο το [máŋgo] Ο (άκλ.) : είδος εξωτικού φρούτου.
[αγγλ. mango (από γλ. της Ινδίας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγκο, επίρρ.,
- βλ. μάνκο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκούρα η [maŋgúra] Ο25α : ραβδί μεγάλο και συνήθ. χοντροκομμένο: Kυνηγάω / χτυπάω / φοβερίζω κπ. με τη ~ μου. Περπατούσε ακουμπώντας στη ~ του.
[ελνστ. μακκούρα `σιδερένιο μπαστούνι΄ με ηχηροπ. του [k] από επίδρ. του [m] ;]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγκούριν το.
-
- Ξύλινη λαιμαριά:
- των μαγκουριών τα δέματα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 590)·
- άφωνοι δίχως ομιλιάν διαβαίνουν το μαγκούριν (αυτ. 207).
[<ουσ. μαγκούρα + κατάλ. ‑ιν ή <τουρκ. mangur. Τ. ‑ι σήμ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ποντ.]
- Ξύλινη λαιμαριά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκουροφόρος ο [maŋgurofóros] Ο18 : (παρωχ.) μπράβος οπλισμένος με μαγκούρα.
[λόγ. μαγκούρ(α) -ο- + -φόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκούφης ο [maŋgúfis] Ο11 θηλ. μαγκούφα [maŋgúfa] Ο25α & μαγκού φισσα [maŋgúfisa] Ο27α : (μειωτ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια ή φίλους: Φροντίζει ένα γέρο μαγκούφη για να τον κληρονομήσει. || (ως επίθ.) μαγκούφικος: Mαγκούφα ζωή. 2. για άνθρωπο δύστρο πο, κακομοίρη ή αχαΐρευτο: Φύγε από δω, ρε μαγκούφη, και παράτα μας ήσυχους.
[ίσως τουρκ. mankaf(a) [má-] `κουτός, αδέξιος΄ -ης· μαγκού φ(ης) -α, -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκουφιά η [maŋgufxἀ] Ο24 : (προφ.) η κατάσταση ή η ιδιότητα που χαρακτηρίζει το μαγκούφη.
[μαγκούφ(ης) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκούφικος -η -ο [maŋgúfikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει το μαγκούφη: Mαγκούφικη ζωή.
[μαγκούφ(ης) -ικος]



