Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάγειρας ο [májiras] Ο5 & μάγειρος ο [májiros] Ο19 θηλ. μαγείρισσα [majírisa] Ο27 : α. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μαγείρεμα: Δουλεύει ως ~ σε εστιατόριο. Zητούνται μάγειροι και σερβιτόροι για πολυτελές ξενοδοχείο. Σχολή μαγείρων. Zητείται μαγείρισσα για ολιγομελή οικογένεια. β. αυτός που μαγειρεύει: H γυναίκα του είναι εξαιρετική μαγείρισσα.
[μσν. μάγειρας < αρχ. μάγειρ(ος) μεταπλ. -ας· λόγ. < αρχ. μάγειρος· ελνστ. μαγείρισσα < μάγειρ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγειρας ο· μάγερας.
-
- Μάγειρος:
- όρισα τον μάγερα προσφάγι να ’ρδινιάσει (Αλεξ. 1703).
[<ουσ. μάγειρος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μάγειρος: