Παράλληλη αναζήτηση
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγα η.
-
- Μάγισσα:
- (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 20).
[<βεν. maga. Η λ. στο Βλάχ.]
- Μάγισσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζάς ο· μαγατζάς.
-
— Βλ. και μαγαζένι(ν), μαγαζές, μαγαζί.
- α) Αποθήκη:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1778)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- μαγαζάδες που κάμνουσι τις σαρδέλες (Πορτολ. Β 5721).
[<ουσ. μαγαζές ή πληθ. μαγαζ(ι)ά του ουσ. μαγαζί]
- α) Αποθήκη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγαζάτορας ο [maγazátoras] Ο5 : (οικ.) ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού· καταστηματάρχης.
[μαγαζ(ί) -άτορας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζένι(ν) το· μαχαζένιν· πληθ. μακζενία.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζές, μαγαζί.
- Αποθήκη εμπορευμάτων, κατάστημα:
- (Ανων., Ιστ. σημ. ρμά)·
- τα μακζενία είναι γεμάτα πραματείες (Μαχ. 20824).
[<βεν. magazén. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- Αποθήκη εμπορευμάτων, κατάστημα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζές ο· μαγαντζές· μαγατζές.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζί.
- Αποθήκη:
- (Διαθ. Ακοτ. 147)·
- δίδω του … σπίτια και μαγαντζέ και αργαστήρι (Μορεζίν., Διαθ. 482).
[<βεν. magazén. Ο τ. ‑τζές σε έγγρ. (15.-17. αι.) και σήμ. κρητ. Η λ. στο Βλάχ.]
- Αποθήκη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγαζί το [maγazí] Ο43 : 1α. κλειστός χώρος, συνήθ. ισόγειος, στον οποίο εκθέτουν και πουλούν διάφορα εμπορεύματα συνήθ. λιανικώς· εμπορικό κατάστημα: Aκριβό / φτηνό ~. Ράφια / βιτρίνα ενός μαγαζιού. Ο υπάλλη λος άνοιξε το ~ νωρίς το πρωί και το έκλεισε το απόγευμα. Bρήκα κλειστό το ~ και δεν μπόρεσα να ψωνίσω. ANT ανοιχτό. Έχω ~, για ιδιοκτή τη μαγαζιού. Aνοίγω* ~. Kλείνω* το ~. || εργαστήριο: Tο ~ του τσαγκά ρη. β. (οικ.) κέντρο διασκεδάσεως: Ψάχνει ~ για να τραγουδήσει την καλοκαιρινή σεζόν. γ. (μειωτ.) για οποιαδήποτε οικονομική επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία: Aν κάνουν δυο ώρες για να βγάλουν ένα χαρτί, πες τους να το κλείσουν το ~. 2. (πληθ.) α. το τμήμα πόλης ή χωριού, στο οποίο βρίσκονται πολλά μαγαζιά· εμπορικό κέντρο: Πήγε στα μαγαζιά για ψώνια. β. (μτφ., λαϊκ.) το άνοιγμα του αντρικού παντελονιού: Kούμπωσε το παντελόνι σου, γιατί σήμερα είναι Kυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά.
μαγαζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [βεν. *magazin με αποβ. του τελικού [n] < αραβ. mahāzin `αποθήκη καταστήματος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαζί το· μαγαζί(ο)ν· μαγατζί· πληθ. μαγατζά.
-
— Βλ. και μαγαζάς, μαγαζένι(ν), μαγαζές.
- α) Αποθήκη:
- τα σπίτια και τα μαγατζιά, οπού ’χασιν τα στάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36011)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- να ανοίξει ο Κύριος εσέν το μαγαζί του το καλό, τον ορανό, να δώσει τη βροχή της ηγής σου (Πεντ. Δευτ. XXVIII 12)·
- β) κατάστημα ή εργαστήριο:
- (Επιστ. Μωάμ. 674), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37913).
[<ανατολ. βεν. magasín, αραβ. προέλ. (Kahane-Tietze 1958: 278-9). Η λ. στο Du Cange (‑άζι) και σήμ.]
- α) Αποθήκη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγαντζές ο,
- βλ. μαγαζές.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγάρα η [maγára] Ο25 : (λαϊκότρ., σπάν.) 1. η μαγαρισιά. 2. (μειωτ.) για άνθρωπο κακοήθη: Φύγε από δω, ρε ~.
[μαγαρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγάρι, επιφ.
-
- 1) Μακάρι, είθε:
- Μαγάρι ας εύρομε … λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389)·
- Μαγάρι να ’το βολετό (Ερωτόκρ. Ά 1617).
- 2) Έστω, ακόμα και:
- μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου (Ερωτόκρ. Έ 394).
- Εκφρ.
- 1) Μαγάρι ας = έστω κι αν:
- (Φορτουν. Ά 237).
- 2) Σκιας μαγάρι = τουλάχιστον:
- (Πανώρ. Γ́ 453).
[αντιδ. <ιταλ. magari <ελλην. μακάρι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. και σε διάφ. τ.]
- 1) Μακάρι, είθε: