Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λωλά, επίρρ.
-
- Τρελά, ανόητα:
- θέλαν εις τους ουρανούς λωλά για ν’ ανηβούσι (Θησ. ΙΆ [265]).
[<επίθ. λωλός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]
- Τρελά, ανόητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λωλάγρα η.
-
- α) Ανοησία, βλακεία:
- (Φορτουν. Ά 228)·
- όποιος παράκαιρα μαζώνει φρονιμάδα πάντ’ έχει μεστωμένον το πωρικό μαζί του της λωλάγρας (Πιστ. βοσκ. IV 8, 105)·
- β) τρέλα:
- τσ’ αγάπης η λωλάγρα (Πιστ. βοσκ. I 5, 174).
[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. στο Βλάχ.]
- α) Ανοησία, βλακεία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λωλάδα η [loláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) 1. η κατάσταση του τρελού, του παλαβού, του ανόητου και απερίσκεπτου: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί τον δέρνει μεγάλη ~. 2. (συνήθ. πληθ.) παράλογη, ανόητη, απερίσκεπτη πράξη, ενέργεια: Mας τρέλανες με τις λωλάδες σου.
[μσν. λωλάδα < λωλ(ός) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λωλάδα η· λουλάδα.
-
- α) Ανοησία:
- να κρίνουσι τον Λούπουλον για τες πολλές λωλάδες οπ’ έκαμε κι εχάλασε τόπον του βασιλέως (Ιστ. Βλαχ. 1306)·
- β) τρέλα:
- δεν είναι το πρεπόν ποτέ κανείς να βάλει με δίχως γάμον κορασιάν σε γάμου νοστιμάδα. Γιατί … έχω το για λωλάδα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1050]).
[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Ανοησία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λωλαίνω [loléno] -ομαι Ρ7.1 : (λαϊκότρ.) 1. κάνω κπ. να χάσει το μυαλό του, τον τρελαίνω, τον παλαβώνω: Mα τι είν΄ αυτά που λες, μήπως λωλάθηκες; Tον λώλανε, τον καημένο, αυτή η γυναίκα. 2. ενοχλώ πολύ, ζαλίζω: Aυτός ο θόρυβος με λωλαίνει.
[λωλ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λωλαίνω.
-
- I. Ενεργ.
- α) τρελαίνω, κάνω κάπ. ανόητο:
- λωλαίνει (ενν. το νέκταρ) πάσα νου (Ζήν. Πρόλ. 184)·
- αναμπαίζεις με, Δορίντα, ή ελωλάθης (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [657])·
- β) (προκ. για τα γηρατειά) «ξεκουτιαίνω»:
- Τα γερατειά ελωλάνασι … το σύμβουλο και κάθεται και λέγει παραμύθια (Ερωφ. Δ́ 611).
- α) τρελαίνω, κάνω κάπ. ανόητο:
- IΙ. (Μέσ.) τρελαίνομαι:
- ωσάν να ελωλαίνετο η φύσις και να εγέννα πόδια και χέρια και κεφαλές και τ’ άλλα μέλη οπού κάμνουσι το σώμα (Πηγά, Χρυσοπ. 323 (4)).
[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Meursius (‑άνειν), στο Βλάχ. (‑ομαι) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λωλαμάρα η [lolamára] Ο26 : η λωλάδα.
[λωλ(ός) -αμάρα]



