Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύτρωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λύτρωσις η· λύτρωση.
  • 1)
    • α) Απαλλαγή, απελευθέρωση, λυτρωμός:
      • ανάπαυσις της λύπης και λύτρωσις των πειρασμών (Καλλίμ. 2349
    • β) (εκκλ.) απολύτρωση, απαλλαγή από αμαρτίες:
      • δεν έν πλιον λύτρωσις, αμέ ο Χριστός σαν έρθει (Φαλιέρ., Λόγ. 39
    • γ) (ως προσφών. της Παναγίας):
      • λύτρωσις των αμαρτωλώ (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 7
      • χαίρε, αράς η λύτρωσις (Εις Θεοτ. 109).
  • 2) Λευτεριά, σωτηρία:
    • να δούμενε τη λύτρωση τση Κρήτης, να χαρούμε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23025).

[μτγν. ουσ. λύτρωσις. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες