Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λύπηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λύπηση η [lípisi] Ο33α : συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας για κπ. ή για κτ.: Έτσι που κατάντησε, είναι για ~.

[μσν. λύπηση < λύπησις < λυπη- (λυπώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go