Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λύγκας ο [líŋgas] Ο3 : αιλουροειδές σαρκοφάγο τετράποδο, με κιτρινοκόκκινο τρίχωμα, κοντή ουρά και οξύτατη όραση, που ζει σε χώρες του βόρειου ημισφαιρίου· ρήσος.
[αρχ. λύγξ, αιτ. λύγκα]



