Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λόχμη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόχμη η [lóxmi] Ο30 : τμήμα δάσους με πολύ πυκνή θαμνώδη βλάστηση: Στις λόχμες βρίσκουν καταφύγιο τα άγρια ζώα και τα θηράματα.

[λόγ. < αρχ. λόχμη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go