Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λότα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
λότα η.
  • Θηλυκό γουρούνι:
    • έναν χοιρίδιν ή μίαν λόταν, ήγουν σκρόφαν (Ασσίζ. 4228).

[πιθ. σχετ. με το λατ. lutum· κατά Χατζ., Λεξ., λ. λόττα <αραγωνικό laton - latona. Τ. ‑ττα στο Meursius (‑ττες) και σήμ. κυπρ. Τ. λού‑ σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοταρία η [lotaría] Ο25 : τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο ο νικητής, που αναδεικνύεται με κλήρωση αριθμημένων λαχνών, κερδίζει μικρά συνήθ. δώρα· λαχείο2: Kέρδισε τρεις κούτες τσιγάρα στη ~. (έκφρ.) βγάζω κτ. στη ~, κληρώνω: Έβγαλαν στη ~ μια τσιπούρα δύο κιλά.

[βεν. lotaria]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοταριατζής ο [lotariadzís] Ο8 : αυτός που, για δικό του όφελος, οργανώνει το παιχνίδι της λοταρίας.

[λοταρί(α) -ατζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες