Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λόρδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόρδα η [lórδa] Ο25α : μεγάλη, υπερβολική πείνα. ΦΡ έχω κτ. λόρδες / μ΄ έκοψε η ~: α. για κπ. που νιώθει έντονο αίσθημα πείνας, που πεινάει πολύ. β. για κπ. που βρίσκεται σε μεγάλη φτώχεια, ένδεια.

[βεν. lorda]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go