Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λόντρα η.
-
- Μικρό ιστιοφόρο κωπήλατο πλοίο, τύπος γαλιότας:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27813).
[<ιταλ. londra· βλ. Kahane-Tietze 1958: 540. Η λ. στο Somav.]
- Μικρό ιστιοφόρο κωπήλατο πλοίο, τύπος γαλιότας:



