Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λωτός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λωτός ο [lotós] Ο17 : γένος των ψυχανθών που περιλαμβάνει πολλά είδη ποωδών φυτών με κίτρινα κατά κανόνα άνθη: Ελληνικός / αιγυπτιακός / δενδρώδης ~. Bρέθηκαν αρχαία αγγεία διακοσμημένα με άνθη λωτού.

[λόγ. < αρχ. λωτός & < νλατ. lotus < λατ. lotus < αρχ. λωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go