Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωλάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λωλάδα η [loláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) 1. η κατάσταση του τρελού, του παλαβού, του ανόητου και απερίσκεπτου: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, γιατί τον δέρνει μεγάλη ~. 2. (συνήθ. πληθ.) παράλογη, ανόητη, απερίσκεπτη πράξη, ενέργεια: Mας τρέλανες με τις λωλάδες σου.

[μσν. λωλάδα < λωλ(ός) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
λωλάδα η· λουλάδα.
  • α) Ανοησία:
    • να κρίνουσι τον Λούπουλον για τες πολλές λωλάδες οπ’ έκαμε κι εχάλασε τόπον του βασιλέως (Ιστ. Βλαχ. 1306
  • β) τρέλα:
    • δεν είναι το πρεπόν ποτέ κανείς να βάλει με δίχως γάμον κορασιάν σε γάμου νοστιμάδα. Γιατί … έχω το για λωλάδα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1050]).

[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες