Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυόμενος -η -ο [liómenos] Ε5 : που έχει τη δυνατότητα να συναρμολογείται και να αποσυναρμολογείται: Λυόμενα σπίτια / σχολεία. Λυόμενες κατασκευές. || (ως ουσ.) το λυόμενο, για κτίσμα: Οι σεισμοπαθείς θα εγκατασταθούν προσωρινά σε λυόμενα. Tο πρώτο λύκειο στεγάζεται ακόμη σε λυόμενο.

[λόγ. μπε. του λύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go