Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λυπητερά, επίρρ.
-
- 1) Θλιμμένα:
- τον πρικύ μου θάνατο λυπητερά να κλαίγεις (Ερωφ. Έ 290).
- 2) Σπλαγχνικά, με συμπόνια:
- λυπητερά στα πάθη μου τώρα να μου βοηθήσεις (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 54).
[<επίθ. λυπητερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Θλιμμένα: