Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυπηρούμαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρούμαι.
  • Λυπούμαι:
    • μέρος καμάριν είχασιν και μέρος λυπηρούνται (Βυζ. Ιλιάδ. 323).

[<επίθ. λυπηρός κατά το λυπούμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go