Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λυπημένα, επίρρ.
-
- Με λύπη, θλιμμένα:
- να … κλάψει … λυπημένα (Πανώρ. Ά 64)·
- να γράφω λυπημένα (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 743).
[<μτχ. παρκ. του λυπώ. Η λ. και σήμ.]
- Με λύπη, θλιμμένα: