Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυγώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λυγώ.
  • Λυγίζω, κάμπτομαι:
    • οι βραχίονές του … δεν ελυγούσαν (Χρον. Τόκκων 3353).

[<αόρ. του λυγίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λυγώδης, επίθ.
  • (Προκ. για ξύλο) που είναι από λυγαριά· ευλύγιστος:
    • (Καλλίμ. 507).

[μτγν. επίθ. λυγώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες